- πελαγοδρομώ
- (ε) αμετ.1) плыть по морю; 2) перен. лихорадить;
η κυβέρνησις πελαγοδρομεί — правительство лихорадит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η κυβέρνησις πελαγοδρομεί — правительство лихорадит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πελαγοδρομώ — πελαγοδρομῶ, έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος] πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ νεοελλ. μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ … Dictionary of Greek
πελαγοδρομώ — πελαγοδρομώ, πελαγοδρόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μιλιοδρομώ — μιλιοδρομῶ, έω (Α) (για ιππέα) διατρέχω στον ιππόδρομο απόσταση ίση με ένα μίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλιον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρομώ] … Dictionary of Greek
πελαγίζω — ΝΜΑ [πέλαγος] πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώ («οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.) μσν. αρχ. (για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζω αρχ. 1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμημα — το [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, να απεραντολογεί, να βρίσκεται σε σύγχυση … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμηση — η [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. απεραντολογία, σύγχυση … Dictionary of Greek
πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… … Dictionary of Greek
πελαγώνω — πελάγωσα, πελαγωμένος 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ. 2. απορώ τι να κάνω, τα χάνω, βρίσκομαι σε αμηχανία, συναντώ δυσκολίες: Πελαγώσαμε μόλις ακούσαμε τα θέματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)